- ξύλευση
- [-ις (-εως)] η1) рубка леса, заготовка дров; 2) снабжение дровами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξύλευση — η η κοπή και συλλογή ξύλων από το δάσος, η υλοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ξύλευσις, μαρτυρείται από το 1887 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
Μπέρνχαρντ, Τόμας — (Thomas Bernhard, Χέερλεν Ολλανδίας 1931 – 1989). Αυστριακός λογοτέχνης. Σε ηλικία 12 ετών έγινε τρόφιμος οικοτροφείου στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μπακάλικο (1947 49), αρρώστησε όμως από φυματίωση… … Dictionary of Greek